- λινόλαιο(ν)
- το1. είδος αδιάβροχου υλικού για επίστρωση δαπέδων και άλλων επιφανειών που κατασκευάζεται με επίχριση ενός υφάσματος από ίνες γιούτας με μίγμα λινελαίου και σκόνης φελλού, αλλ. λινοτάπητας2. είδος χαρακτικής πάνω σε ειδικό υλικό, αντί τού ξύλου που χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό.
Dictionary of Greek. 2013.